- υψιπετηλος
- ὑψιπέτηλοςὑψι-πέτηλος2высоколиственный
(δένδρεον Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δένδρεον Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψιπέτηλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιπέτηλος — ον, Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος … Dictionary of Greek
ὑψιπέτηλον — ὑψιπέτηλος masc/fem acc sg ὑψιπέτηλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετήλοις — ὑψιπέτηλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετήλου — ὑψιπέτηλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπέτηλα — ὑψιπέτηλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
υψιπέταλος — και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, ον, Α (κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ πέταλος)] … Dictionary of Greek